- Παίωνος
- Παιάνphysicianmasc gen sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Παιῶνος — Παιάν physician masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιῶνος — Παιάν physician masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίωνος — παίων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διδυμαίος — α, ο (Α διδυμαῑος, α, ον) 1. αυτός που κατάγεται από τα Δίδυμα, ο κάτοικος τών Διδύμων 2. το αρσ. ως ουσ. επίθ. τού Διός και τού Απόλλωνος 3. το ουδ. ως ουσ. Διδυμαίον ο ναός Διός και Απόλλωνος στα Δίδυμα τής Μιλήτου αρχ. ονομασία τού τρίτου… … Dictionary of Greek
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek
τροχαιοπαιωνόπρωτος — ὁ, Μ (μετρ.) ο τροχαίος και ο πρώτος παιάνας, δηλαδή ∪ ∪∪∪. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + παιών, παιῶνος, αττ. τ. τής λ. παιάν + πρῶτος] … Dictionary of Greek